- δυσζήτητος
- δυσζήτητος, -ον (Α)δυσεύρετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσζήτητος — hard to seek masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσζήτητον — δυσζήτητος hard to seek masc/fem acc sg δυσζήτητος hard to seek neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσζητήτους — δυσζήτητος hard to seek masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγχιμος — μελάγχιμος, ον (Α) 1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θ.… … Dictionary of Greek